- ἀρτίσκαπτος
- ἀρτί-σκαπτος, κόνις, eben gegraben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτίσκαπτος — ἀρτίσκαπτος, ον (Α) αυτός που σκάφτηκε μόλις προ ολίγου … Dictionary of Greek
ἀρτίσκαπτος — just dug masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek